αὐτομολῶ

αὐτομολῶ
αὐτομολέω
desert
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
αὐτομολέω
desert
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αυτομολώ — αυτομολώ, αυτομόλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αυτομολώ — (AM αὐτομολῶ, έω) [αυτόμολος] 1. προσχωρώ στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές χωρίς άδεια ή διαταγή ανωτέρου 2. εγκαταλείπω μία πολιτική ή ιδεολογική παράταξη και προσχωρώ σε άλλη …   Dictionary of Greek

  • αυτομολώ — ησα, αφήνω τη θέση μου στο στρατό και προσχωρώ στον εχθρό, ή απαρνιέμαι την ιδεολογία μου και προσχωρώ στην αντίθετή της: Στον τελευταίο πόλεμο λίγοι ήταν εκείνοι, κι απ τους δυο συνασπισμούς, που αυτομόλησαν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐτομόλῳ — αὐτόμολος going of oneself masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξαυτομολώ — ἐξαυτομολῶ, έω (Α) [αυτομολώ] 1. αυτομολώ 2. παθ. προδίδομαι από αυτομόλους …   Dictionary of Greek

  • άπειμι — (I) ἄπειμι (AM) [ειμί] 1. βρίσκομαι μακριά από κάπου 2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών 3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι 4. (η ευκτ.) ἀπείη ὃ μὴ γένοιτο 5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν) αυτός που απουσιάζει …   Dictionary of Greek

  • απαυτομολώ — ἀπαυτομολῶ ( έω) (Α) αυτομολώ, δραπετεύω από κάπου …   Dictionary of Greek

  • απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …   Dictionary of Greek

  • αφίσταμαι — (AM ἀφίσταμαι, Α και ἀφίστημι) 1. βρίσκομαι σε απόσταση, μακριά από κάποιον, απέχω 2. παραιτούμαι από κάτι, δεν μετέχω σε κάτι αρχ. Ι. ενεργ. 1. απομακρύνω, βάζω κατά μέρος, παραμερίζω, αποκλείω 2. εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι 3. ανατρέπω,… …   Dictionary of Greek

  • επαυτομολώ — ἐπαυτομολῶ, έω (Α) αυτομολώ, μεταβαίνω, μετατοπίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”